Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπουμπούκιασμα — το [μπουμπουκιάζω] 1. το ξεπέταγμα τών μπουμπουκιών, η έναρξη τής ανθοφορίας 2. μτφ. η ηλικία τής ήβης, η νεότητα … Dictionary of Greek